Ο τίτλος του γνωστού θεατρικού έργου του Σαίξπηρ «Πολύ κακό για το τίποτα» ίσως μπορεί να περιγράψει εύστοχα το αποτέλεσμα της εκλογής προέδρου στο ΠΑΣΟΚ. Και τούτο επειδή ο Νίκος Ανδρουλάκης κατάφερε μεν να επανεκλεγεί άνετα, αλλάμετά από μια ανιαρή μάχη, η οποία δεν άλλαξε ουσιωδώς τα δεδομένα του προβλήματος ούτε βελτίωσε τις προοπτικές του Κινήματος. Σε κάθε περίπτωση, ο Ανδρουλάκης βγαίνει από αυτή την περιπέτεια αναβαπτισμένος και ενισχυμένος, όχι τόσο χάρη στη δική του αξιοσύνη, αλλά εξαιτίας των αδυναμιών των αντιπάλων του. Πράγματι, όλοι όσοι και όλες όσες αμφισβήτησαν την ηγεσία του ευθύς αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τη βραδιά των Ευρωεκλογών έκαναν τελικά μια τρύπα στο νερό.
Ο Χάρης Δούκας αναδείχθηκε σε ιδανικό αυτόχειρα, υποπίπτοντας σε σειρά τακτικών λαθών, ιδίως από το ντιμπέιτ και έπειτα. Ενώ επέλεξε να έχει έναν καθαρά κεντροαριστερό προσανατολισμό, ορισμένες τοποθετήσεις του, κυρίως στα εθνικά θέματα, θόλωσαν το στίγμα του. Είναι βέβαιο πωςβιάστηκε να διεκδικήσει την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, ενώ θα ήταν προτιμότερο να περιμένει να δείξει πρώτα κάποιο έργο ως Δήμαρχος Αθηναίων.
Ο Παύλος Γερουλάνος στάθηκε ο μεγάλος άτυχος της εκλογής, αφού δεν κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο για μερικές εκατοντάδες ψήφων, κι ενώ όλα έδειχναν ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να κερδίσει στην τελική ευθεία τον Ανδρουλάκη. Η Άννα Διαμαντοπούλου περιορίστηκε σε ένα ποσοστό κάτω του 20%, παρά τη στήριξή της από σημαντικό τμήμα συντηρητικών ψηφοφόρων. Συγκαταλέγεται πάντως στους κερδισμένους της υπόθεσης, μιας και κατάφερε να επανακάμψει στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής μετά από αρκετά χρόνια αφάνειας. Ο Μιχάλης Κατρίνης κατέγραψε μια αξιοπρεπή παρουσία, ενώ η Νάντια Γιαννακοπούλου κινήθηκε πολύ χαμηλά.
Συνολικότερα, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι σε αυτές τις εσωκομματικές εκλογέςεπικράτησαν οι κεντροαριστερές ψήφοι (περί το 48%) έναντι των κεντρώων (30%) και των κεντροδεξιών (22%). Έτσι, το ΠΑΣΟΚ μοιάζει πολιτικά διχασμένο ή και τριχασμένο. Ωστόσο, αυτή η πολυσυλλεκτικότητα θα μπορούσε να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, αν σκεφτεί κανείς τη σταθεράκαθοδική πορεία που ακολουθεί η Νέα Δημοκρατία και την κατάσταση διάλυσης που επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΠΑΣΟΚ δημοσκοπικά εμφανίζεται πλέον ως δεύτερο κόμμα, γεγονόςσημαντικό αλλά ανεπαρκές, αν δεν συνδυαστεί με μια σημαντική άνοδο των ποσοστών του. Εκεί ακριβώς θα κριθεί η δεύτερη θητεία του Ανδρουλάκη, ο οποίος θα χρειαστεί να υπερβεί τον εαυτό τουκαι να παρουσιάσει ένα συγκροτημένο σχέδιο διακυβέρνησης της χώρας. Θα ήταν σκόπιμο να κινηθεί αριστερόστροφα, διότι αυτή τη στιγμή το πολιτικό σκηνικό γέρνει προς τα δεξιά και τα ακροδεξιά. Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει συγκλίσεις με άλλακόμματα, τα οποία όμως βρίσκονται σε κρίση και το μέλλον τους διαγράφεται αβέβαιο.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να ορθοποδήσει υπό νέα ηγεσία (του Σωκράτη Φάμελλου), αν η Νέα Αριστερά συγκροτηθεί αξιόπιστα μέσα από το ιδρυτικό της συνέδριο, αν το ΜέΡΑ25 εγκαταλείψει τον απομονωτισμό του, ίσως καταστεί δυνατή μια προγραμματική σύγκλιση για τη δημιουργία ενός λαϊκού μετώπου, όπως στη Γαλλία, ως αντίπαλο δέος στη δεξιά,με ορίζοντα τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολιτική”, 19-10-2024)